- κολάπτω
- (Α κολάπτω)1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ.β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.)2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφωαρχ.1. (για ίππους) πλήττω, χτυπώ με την οπλή2. (για τον Πήγασο) παράγω κάτι χτυπώντας το έδαφος με τις οπλές («κολάπτειν κρήνην», Ανθ. Παλ.)[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολάπτω εμφανίζει θ. κολα- που ανάγεται σε IE* kolә- ετεροιωμένη / απαθή βαθμίδα τής αρχικής ρίζας *kelә- «χτυπώ, σχίζω» (πρβλ. λιθουαν. kalu, kalti «σφυρηλατώ, πλάθω») και κατάλ. -πτω, κατά τα σκάπτω, κόπτω. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. κόλος, κελεός, κ.λπ.ΠΑΡ. κολαπτήρ(-ας), κολαπτός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) -κολάπτω: εκκολάπτωαρχ.διακολάπτω, εγκολάπτω, εισκολάπτω, επεγκολάπτω, επικολάπτω, περικολάπτω, προσεγκολάπτω, συγκολάπτω. (Β' συνθετικό) -κολάπτης: δρυοκολάπτηςαρχ.δενδροκολάπτης, δρυκολάπτης, κρανοκολάπτης.
Dictionary of Greek. 2013.